Ποιος φταίει τελικά για την κρίση;

Πού θα πάει αυτό το πράγμα; Τι να κάνουμε;

Είναι οι συνηθισμένες φράσεις που ακούμε όλοι μας καθημερινά να ψελλίζονται, συνοδευόμενες συνήθως από κάποιο αναστεναγμό θλίψης ή απόγνωσης. Οι περισσότεροι/ες μιλάμε σχεδόν από μέσα μας. Ο οδηγός ταξί, ο άνεργος οικοδόμος, η πωλήτρια, η ταμίας στο supermarket. Υποσυνείδητα ίσως ελπίζουμε ότι αν λουφάξουμε μπορεί και να γλιτώσουμε από την καταιγίδα. Αυτή η εικόνα της κρίσης ως καιρικού φαινομένου κρύβει την σκέψη ότι «μπόρα είναι θα περάσει”. Αρκετά όμως με τη μετεωρολογία. Η περίπτωση μας είναι διαφορετική. Βλέπουμε καθημερινά τους εαυτούς μας, τους γύρω μας αλλά και την κοινωνία βουβή να παρακολουθεί την βίαιη υποβάθμιση των ζωών μας. Είμαστε σαν αυτόν τον δύσμοιρο που τρώει σφαλιάρες και επειδή δεν καταλαβαίνει από πού, βάζει τα χέρια πάνω από το κεφάλι και προσπαθεί να βρει μια γωνία να προστατευθεί. Είναι, λοιπόν, καιρός να αρχίσουμε να σηκωνόμαστε· και για να το κάνουμε αυτό πρέπει αρχικά τουλάχιστον να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Τώρα σώθηκες, θα πει κάποιος. Άντε να βγάλεις άκρη όταν από την μία έχεις τον Στρος Καν του ΔΝΤ, τον Τρισέ από τις Βρυξέλλες, το αφεντικό σου που γκρινιάζει, και τη ΔΕΗ να αυξάνει το ρεύμα. Κανείς δεν είπε ότι σε αυτόν τον κυκεώνα κάποιοι έχουν όλες τις απαντήσεις. Σίγουρα όμως είναι εποικοδομητικό να αρχίσουμε να κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις.

 

Τελικά για την κρίση φταίμε εμείς;

 

Βασικές παραδοχές:

1. Ο καπιταλισμός και ό,τι λειτουργεί με τους όρους του πρέπει διαρκώς να επεκτείνεται

2. Για την επέκταση αυτή απαιτείται να κερδίζει από την εργασία μας (υπεραξία)

3. Επιπλέον για την επέκταση αυτή πρέπει να πουλάει σε κάποιους τα προϊόντα.

4 Αν οι μισθοί πέφτουνε (από το ’80 και μετά παγκόσμια και στην ελλάδα από το ’90) και τα προϊόντα δεν μπορούν να αγοραστούν; Πρόβλημα. Οπότε τα τζιμάνια σκέφτηκαν τα δάνεια. Σας δίνουμε λεφτά τώρα για να αγοράσετε τα προϊόντα της εργασίας σας (για κερδοφορία αλλά και κοινωνική ειρήνη) και ποντάρουμε ότι στο μέλλον θα μας τα επιστρέψετε καθώς θα σκεφθούμε στο ενδιάμεσο κάποιο τρόπο να σας εκμεταλλευόμαστε καλύτερα.

Πολύ συχνά ακούγεται τελευταία ότι υπήρξαμε άπληστοι τα προηγούμενα χρόνια. Ότι καταναλώσαμε περισσότερα από όσα δικαιούμασταν. Και ότι αυτή η απληστία μας οδήγησε στην κρίση. Αυτή η εικόνα δεν είναι παρά μια αντιστροφή της πραγματικότητας. Μάλλον οι τραπεζίτες επιβεβαίωσαν, για μια ακόμη φορά, αυτό που είναι γι’ αυτούς καθημερινότητα: Τον κανόνα να βγάλουν κέρδος από παντού. Τα ελληνικά αφεντικά από το ’90 και μετά πλημμύρισαν την αγορά με κάθε είδους δάνεια. Προφανώς γιατί δεν τους έφταναν αυτά που έβγαζαν. Προφανώς γιατί και εμείς τους κάναμε τη ζωή δύσκολη με το να μην δεχόμαστε να συμβιβαστούμε με ένα μισθό ψίχουλο ή υπερασπιζόμενοι/ες βασικές κοινωνικές ανάγκες, όπως η υγεία και η ασφάλιση. Το ότι προσπαθούσαν, εδώ και μια εικοσαετία να περάσουν ένα ασφαλιστικό που να μας βάζει όλους να δουλεύουμε ως τα 65 είναι δείγμα του πόσο μπλοκάραμε την υποτίμηση μας .

Σε όλο αυτό το διάστημα δεν έκατσαν με τα χέρια σταυρωμένα. Τα δάνεια αποτέλεσαν ΤΟΝ τρόπο για να κερδίσουν χρόνο από το μέλλον. Γιατί αν το δάνειο δεν είναι παρά μια υπόσχεση εκμετάλλευσης του δανειζόμενου στο μέλλον τότε τι είναι; Η προπαγάνδα ότι τα δάνεια τροφοδότησαν μια χλιδάτη ζωή είναι ένα ψέμα που ειπώνεται για συγκεκριμένους λόγους. Ειπώνεται για να νιώσουμε ένοχοι εμείς που πήραμε δάνεια και επομένως υπαίτιοι για την κρίση που βασίζεται στο σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας. Η πραγματικότητα όμως απέχει πολύ. Η αλήθεια κατ’ αρχήν είναι ότι τα δάνεια στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν πήγαν ούτε σε cayenne ούτε σε πισίνες. Πήγαν για να συντηρηθεί και να αυξηθεί το βιοτικό επίπεδο, και όλα αυτά δεν είναι ούτε πλουτισμός ούτε καταναλωτισμός. Είναι το επίπεδο ζωής που έχουν κατακτήσει όλοι αυτοί που δουλεύουν και παράγουν υλικά και νοηματικά αυτό τον κόσμο. Και είναι λογικό να επιθυμούν να βελτιώσουν τη ζωή τους. Συνήθως η ακρότητα, η εξαίρεση, το ψώνιο, αποκόπηκε για να παρουσιαστεί ως ο κανόνας. Κάποιος πήρε ένα καταναλωτικό και το έπαιξε στο καζίνο λέει ο αστικός μύθος. Φυσικά και η διάδοση του αστικού μύθου από τα media είναι πολιτική και αποσκοπεί στο να παρουσιάσει την ανάγκη των αφεντικών να διατηρήσουν την κερδοφορία τους μέσα από τα δάνεια σαν μια «καταναλωτική τρέλα».

Έτσι συσκοτίζεται η βασική αλήθεια. Με το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας το καλοκαίρι του 2007 οι τράπεζες, ως στυλοβάτης του σημερινού συστήματος εκμετάλλευσης, ήρθαν αντιμέτωπες με το φάσμα της κατάρρευσης. Ο φόβος συνολικής αποσταθεροποίησης από μια ενδεχόμενη κατάρρευση ενός σημαντικού πυλώνα του συστήματος ανέδειξε την διάσωση των τραπεζών σε επιλογή αυτοσυντήρησης . Το κόστος αυτής της διάσωσης μετατράπηκε σε πακέτα στήριξης δισεκατομμυρίων ευρώ στις τράπεζες, τα οποία φυσικά το κράτος δανείστηκε για να τα βρει. Τα στοιχεία είναι γνωστά: 40 δις στην ελλάδα, 35% του ΑΕΠ στην Ιρλανδία, 3 τρις δολάρια στις ΗΠΑ. Κάπως έτσι αυτά τα αστρονομικά νούμερα μετρήθηκαν σαν δημόσιο χρέος που τελικά μετακυλίστηκε σε βάρος μας. Τελικά δηλαδή το μάρμαρο για να μπορούν να συνεχίσουν να μας εκμεταλλεύονται θα το πληρώσουμε εμείς. Πώς; Αυξάνοντας την ένταση της εκμετάλλευσης μας. Με αυτό το μαγικό τρόπο το κόστος διάσωσης βαφτίζεται από τραπεζικό – κοινωνικό, από συνολικά πρόβλημα του κεφαλαίου – σε πατριωτικό καθήκον του καθενός. Αυτός ο νέος πατριωτισμός, πιο ξεκάθαρος από ποτέ για τις προθέσεις του, καλείται να μας πείσει γι’ αυτό.

 

Ή μήπως η κακοδιαχείριση;

 

Ένα από τα συνηθέστερα εύπεπτα επιχειρήματα για την παρούσα κρίση είναι ότι φταίει το κατασπαταλημένο χρήμα, η κακοδιαχείριση στους δημόσιους οργανισμούς κτλ. Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί σε χώρες με «οργανωμένο» κράτος (από τις ΗΠΑ μέχρι την Ιρλανδία και την Ισπανία) υπάρχει και εκεί κρίση. Προφανώς γιατί ενώ η κακοδιαχείριση μπορεί να έχει κάποια σχέση δεν είναι σε καμία περίπτωση βασική αιτία. Ζουμάροντας όμως εκεί, αποσιωπώνται οι πραγματικοί παράγοντες που συνδέονται με την ελληνική κρίση. Αν δεχτούμε πως οι αυξημένες κρατικές δαπάνες (σαν απάντηση φυσικά στους αγώνες της προηγούμενης περιόδου) είναι ένας τέτοιος παράγοντας, οι εκτεταμένες φοροαπαλλαγές των επιχειρήσεων και των ανώτερων εισοδημάτων, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη συνταγή της τόνωσης της «ανάπτυξης», ήταν άλλη μια σημαντική παράμετρος που έθρεψε την αύξηση του δημόσιου χρέους στην ελλάδα και διεθνώς. Πόσο μάλλον όταν εδώ ο συντελεστής φορολόγησης κερδών ήταν στο προκλητικό 25%, χαμηλότερα από όλες σχεδόν τις χώρες της ευρώπης. Αυτά σε συνδυασμό με τους αυξανόμενους τόκους για την αποπληρωμή των δανείων και τα γενναία πακέτα στήριξης προς τις ελληνικές τράπεζες μέσα σε συνθήκες παγκόσμιας κρίσης, μάλλον εξηγούν τη σημερινή κατάσταση.

Είναι επίσης καλό να έχουμε στο μυαλό μας πως αυτό που προβάλλεται σαν κατασπατάληση του χρήματος στην Ελλάδα συνδέεται με ένα πανίσχυρο πελατειακό κράτος. Πελατειακό υπό την έννοια του μηχανισμού ενσωμάτωσης ψηφοφόρων που αλλιώς ίσως να έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο για να τα βγάλουν πέρα. Ίσως να διαμαρτυρηθούν και να εξεγερθούν. Το πελατειακό κράτος ήταν ο ελληνικός τρόπος ώστε τα ελληνικά αφεντικά και το κράτος να διατηρούν την κοινωνική ειρήνη. Εξίσου αποτελεσματικός με το σκανδιναβικό μοντέλο, το ιαπωνικό και άλλα όπως αποδεικνύει η κομματική και μικροπολιτική διαμεσολάβηση των κοινωνικών συγκρούσεων στο ελλαδιστάν τα τελευταία 35 χρόνια. Εκτός των άλλων, το πελατειακό κράτος -ναι αυτό που ξεφωνούν σήμερα οι πολιτικοί, ο ΣΕΒ και τα μήντια- διέλυσε συλλογικές δομές αγώνα και κοινωνικοποίησης, εμπεδώνοντας σε καθημερινό επίπεδο την φιγούρα του ατόμου σαν την κινητήριο δύναμη. Ένας οικονομικός πολιτισμός εδραιωμένος στην επιβράβευση της ατομικής απληστίας θα αποκλείει πάντα τη συλλογική ευτυχία. Και θα παράγει κρίσεις. Κρίσεις κάθε μορφής. Από οικονομικές, μέχρι ανθρωπιστικές. Από χρεοκοπίες, μέχρι πολέμους.

 

Ή μνημόνιο ή καταστροφή ;

 

Το μνημόνιο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα νέο σύνταγμα των ελληνικών αφεντικών. Ένα μονομερές βέβαια σύνταγμα που καταργεί το ημιτελές κοινωνικό κράτος και κάθε κατάκτηση σε επίπεδο εργασιακών δικαιωμάτων. Μέσα από το νέο αυτό συντακτικό υπακοής επιχειρείται να χτυπηθεί αυτή μας η απροθυμία να ξεχάσουμε, με το πρόσχημα του δημόσιου χρέους, όσα με αγώνες κατακτήσαμε. Είναι ξεκάθαρο από την αρχή μέχρι το τέλος πως δεν πρόκειται για ένα δημοσιονομικό συμμάζεμα γενικά, αλλά για μια εφαρμογή ταξικών πολιτικών επιθετικού χαρακτήρα. Πατάνε εμάς κάτω, την ίδια στιγμή που θεσπίζονται νέες φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις. Το μνημόνιο εκτός των άλλων αποτελεί μια οργανωμένη απόπειρα απενοχοποίησης της εκμετάλλευσης ανθρώπων και πόρων χωρίς όρια ή, στην καθομιλουμένη των media, της περίφημης ανταγωνιστικότητας.

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, μας λένε. Φυσικά δε διευκρινίζουν αν υπάρχει έστω και μία χώρα που να εφαρμόστηκε πολιτική μνημονίου και να υπήρξε στοιχειώδης κοινωνική ευημερία. Εμείς, διαβάζοντας λίγο και ακούγοντας περισσότερο, δεν είδαμε κανέναν ακόμη και από τους ελεεινούς παραθυρο-απολογητές του συστήματος να υποστηρίζει ότι κάτι καλό βγήκε σε κάποια γωνιά του πλανήτη. Άρα, το δίπολο που μας προτείνεται από τον καπιταλισμό στην Ελλάδα δεν είναι «μνημόνιο ή καταστροφή» αλλά «καταστροφή ή καταστροφή». Μάλλον δεν έχουμε και πολλά να περιμένουμε από το σύστημα πέρα από τα χειρότερα για εμάς.

Όσο για την αριστερά, όσο θα παραμένει εγκλωβισμένη σε μια κομματική μικροπολιτική αντίληψη κουκιών προς μέτρημα, δεν θα προτείνει λύσεις παρά μόνο αν αυτές ενισχύουν την ίδια σε επίπεδο πολιτικού συσχετισμού. Μια αριστερά δηλαδή του συστήματος. Από τις τοπικές πρωτοβουλίες που μεταφράζονται σε υποψηφίους δημοτικούς συμβούλους μέχρι κομματικές επιχειρήσεις όπως η τυποεκδοτική του ΚΚΕ που απολύει κόσμο ενώ καταδικάζει την πολιτική των απολύσεων, όλα αυτά αποτελούν πρακτικές και αντιλήψεις που δεν πρόκειται να μας βοηθήσουν σε κάτι. Σε ένα πρώτο επίπεδο πρέπει σταδιακά να αρχίσουμε να βλέπουμε το σύνολο της εικόνας και όχι τα θρύψαλα της. Δεν υπάρχει συνταγή πέρα από την ανάγνωση της ίδιας μας της ιστορίας. Μιας ιστορικής γνώσης ότι το κράτος δεν είναι ένας ουδέτερος θεσμός αλλά μια μορφή που εμφανίστηκε μαζί με την άνοδο του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι τουλάχιστον αφελές να αναζητούμε λύσεις εκεί. Ξεκινάμε, λοιπόν, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει ένα εθνικό καλό ή κάποια κοινή μοίρα με τα αφεντικά μας.

Σήμερα διάσπαρτα μεν, αλλά διακριτά, νέες μορφές αγώνα ξεπηδούν. Αυτοοργανωμένες ομάδες γειτονιάς, αυτόνομα σωματεία εργαζομένων, κοινότητες αγώνα για το περιβάλλον και πολλά άλλα συνθέτουν ένα μωσαϊκό, ένα πρώτο υλικό μιας κοινωνικής οργάνωσης εμπνευσμένης με άλλα ποιοτικά στοιχεία. Αλληλεγγύη, αμεσότητα, οριζόντιες δομές.

Όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν για την αδυναμία μας μπροστά σ’ αυτά που συμβαίνουν, για το ότι όλα αυτά που βιώνουμε προέρχονται από κάπου αλλού, έξω και πάνω από τις ζωές μας, η αλήθεια είναι το ακριβώς αντίθετο. Η καρδιά αυτού του κόσμου χτυπά στις πραγματικές στιγμές εκμετάλλευσης, στην επικράτεια των καθημερινών σχέσεων και των συγκρούσεων που αυτές παράγουν – στο αφεντικό μεγάλο ή μικρό, στο αποκλεισμό από την υγεία, στην αύξηση των βασικών αγαθών. Ακριβώς από εκεί είναι που πρέπει να ξεκινήσουμε με βάση την αλληλεγγύη πάνω στο έδαφος των κοινών μας αναγκών.

Έχουμε να χάσουμε τις αλυσίδες μας!

Έχουμε να κερδίσουμε έναν ολόκληρο κόσμο!