Ο όρος Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) χρησιμοποιήθηκε, στη σύγχρονη ιστορία, για πρώτη φορά απ’ τον ΟΗΕ το 1948 και αφορούσε επιλεγμένες διεθνείς οργανώσεις που ήταν απαλλαγμένες απ’ τη φορολογία και διενεργούσαν, ως επί το πλείστον, ανθρωπιστικές αποστολές (π.χ. Διεθνής Ερυθρός Σταυρός). Σύντομα οι δραστηριότητές τους έπαψαν να αφορούν αποκλειστικά <<φιλανθρωπίες>> στη μεταπολεμική Ευρώπη ή περιορίζονται σε νεοαποικιοκρατικού τύπου αποστολές <<αρωγής και αλληλεγγύης>> στην Αφρική, όπου συγκλονίζονταν από αγώνες εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ανέλαβαν οικολογικές αποστολές <<προστασίας>> της χλωρίδας και της πανίδας του πλανήτη απ’ τα νύχια των πολυεθνικών ή απ’ τη <<βρώμικη ανάπτυξη>> κρατικών βιομηχανιών, την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την προστασία των παιδιών κ. τ. λ.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις άρχισαν να πολλαπλασιάζονται με ραγδαίους ρυθμούς κι αυτό όχι λόγω της ευαισθητοποίησης περισσότερων ανθρώπων αλλά λόγω κάποιων σκοτεινών πλευρών που υπάρχουν στον τρόπο λειτουργίας τους.
Μία από αυτές τις πλευρές ανευρίσκεται στις σελίδες των λογιστικών τους βιβλίων. Παρά την κατ’ ευφημισμόν ονομασία τους, το ταμείο γεμίζει (σε αρκετές περιπτώσεις) απ’ τους κρατικούς προϋπολογισμούς καπιταλιστικών χωρών. Δεν εξαρτώνται δηλαδή, μόνο απ’ τις μεμονωμένες εισφορές των ευαισθητοποιημένων ανθρώπων. Πλέον, οι Μεγάλες Διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις παρομοιάζονται – διόλου άδικα – με τεράστιες πολυεθνικές. Διαθέτουν ανώτατα διευθυντικά στελέχη και μάνατζερ που πολλές φορές κατείχαν ανάλογες θέσεις στα Διοικητικά Συμβούλια επιχειρηματικών κολοσσών. Επενδύουν στο χρηματιστήριο και στην αγορά γης, ανοίγουν εμπορικές αλυσίδες καταστημάτων (π. χ, η βρετανική OXFAM) και διατηρούν καλές σχέσεις με τις πολυεθνικές που έχουν γίνει πλέον απ’ τους καλύτερους «πελάτες» τους. Παράλληλα, οργανώνουν τηλεοπτικές διαφημιστικές εκστρατείες, «φιλανθρωπικά γκαλά» και κοντσέρτα μαζί με μεγάλες καπιταλιστικές φίρμες που τάζουν ποσοστά από τα κέρδη τους και με αστέρες της «σόου μπιζ» που μοιράζουν τα δολάρια με το τσουβάλι. Συντηρούν, ωστόσο, το φιλολαϊκό ανθρωπιστικό προφίλ κάνοντας, κατά καιρούς, εκστρατείες στον τύπο για την πραγματοποίηση «ανθρωπιστικών αποστολών» σε χώρες του Τρίτου Κόσμου με τέτοια «συνέπεια» που θα υπολόγιζε κανείς πως στον πλανήτη Γη η φτώχεια, η εξαθλίωση, ο αναλφαβητισμός, ο θάνατος εκατομμυρίων βρεφών και παιδιών από ελονοσία ή aids είναι πλέον παρελθόν ή πως τουλάχιστον τείνουν να εξαλειφθούν.
Έτσι, η αποτελεσματικότητα και ο τρόπος δράσης των ΜΚΟ είναι αρκετές φορές αμφιλεγόμενος. Για παράδειγμα ανιχνεύουν το έδαφος, τάχα από περιβαλλοντική ανησυχία, αλλά προσκομίζουν αργότερα τα στοιχεία έρευνας στα μεγαλοστελέχη εταιρειών ξυλείας που θα ήθελαν να κάνουν μπίζνες σε παρθένα τροπικά δάση του Αμαζονίου ή της Ινδονησίας. Συχνά, ξεδιπλώνονται σε εμπόλεμες ζώνες με το μανδύα της «ουδετερότητας» και της φιλανθρωπίας, αναπτύσσοντας κατασκοπευτική δράση. Δε διστάζουν να απονέμουν τον τίτλο της “πράσινης εταιρίας” στην πετρελαιοβιομηχανία Shell ενώ ταυτόχρονα γίνονται προς την ίδια εταιρία καταγγελίες (της WWF) για μόλυνση θαλάσσιων περιοχών από κηλίδες πετρελαίου. Ακόμη, μέσω αυτών γίνεται “ξέπλυμα χρήματος” από «φιλάνθρωπους» επιχειρηματίες με τις μεγάλες χρηματικές τους δωρεές.
Συνειδητοποιούμε λοιπόν, οτι οι ΜΚΟ αντιμετωπίζουν κάποια βαθύτατα πολιτικά ζητήματα φαινομενικά με απολίτικο τρόπο. Αποφεύγουν, δηλαδή, συνειδητά τη συστηματική πολιτική ανάλυση, και ταυτόχρονα αποφεύγουν να πάρουν θέση ως προς τις ουσιαστικές, δηλαδή τις συστημικές ρίζες των προβλημάτων που προσπαθούν να λύσουν. Με άλλα λόγια οι ΜΚΟ ,σαν τη ‘Διεθνή Αμνηστία’, καταλήγουν συχνά να λειτουργούν ως σύμμαχοι του συστήματος που παράγει τα προβλήματα που οι ίδιες αυτές ΜΚΟ προσπαθούν να λύσουν. Ένα μικρό παράδειγμα: Όταν το ΝΑΤΟ βομβάρδιζε τη Γιουγκοσλαβία το 1999, το ελληνικό παράρτημα των ”Γιατρών χωρίς Σύνορα” αποβλήθηκε από τη μητρική διεθνή οργάνωση επειδή έστειλαν βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία όταν η απόφαση του διεθνούς γραφείου ήταν να μην υπάρξει καμία εμπλοκή της οργάνωσης στην κρίση.
Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν παράγεται έργο από μερικές από αυτές τις οργανώσεις. Απλά, χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι οι ΜΚΟ δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη δράση άλλων απαραίτητων πολιτικών υποκειμένων και κοινοτήτων που αγωνίζονται ενάντια στις αρνητικές συνέπειες του καπιταλισμού στη ζωή τους. Με τη συμμετοχή στη ‘Διεθνή Αμνηστία’ ίσως σωθεί κάποιος φυλακισμένος από μια άδικη απόφαση, δεν επισημαίνεται όμως, ούτε αλλάζουν οι αιτίες που συστημικά αναπαράγουν την αδικία σε όλες τις μορφές της. Επιπρόσθετα, με τη συνδρομή ενός «ενεργού» αλλά ταξικά μη συνειδητοποιημένου «πολίτη» στις «φιλανθρωπικές» εκστρατείες των Μεγάλων ΜΚΟ κατακερματίζεται η αυτονομία του, καθώς δε συνδιαμορφώνει ποτέ καμία απόφαση, αυτοπεριοριζόμενου στο να συνυπογράφει μόνο καμπάνιες. Με τον ίδιο τρόπο, απενοχοποιούνται και τα παθητικά πλήθη απ’ το μερίδιο ευθύνης που κι εκείνα φέρουν. Έτσι, ένα τεράστιο πεδίο διαμεσολάβησης της δράσης εμφανίζεται και παίρνει τα ινία από το απών και ξεθωριασμένο κράτος πρόνοιας εγκαινιάζοντας νέες τεχνικές αντιπροσώπευσης και ετεροκαθορισμού.
Συμπερασματικά, βλέπουμε τον καπιταλισμό να προσπαθεί να αναδείξει, μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και της δημοσιότητας, τα ζωτικά κοινωνικά ζητήματα καλύπτοντας την ίδια του την βαρβαρότητα και ταυτόχρονα τις ΜΚΟ να θέλουν να συμπληρώσουν τις ανεπάρκειες του καπιταλιστικού συστήματος στο επίπεδο της πρόνοιας με απώτερο σκοπό την ωραιοποίηση και τον καλλωπισμό της εικόνας του, προσδίδοντας κάτι το ανθρώπινο σε μια μηχανή που σκορπά το θάνατο για κέρδος και δύναμη.