Κυριακή μεσημέρι. Κατακαλόκαιρο. Η πόλη άδεια αφού όλοι είναι φευγάτοι για διακοπές. Σιχτιρίζοντας το γεγονός ότι για ακόμα ένα Σαββατοκύριακο έμεινα Θεσσαλονίκη αποφασίζω να κατέβω βόλτα στο κέντρο. Παίρνω, λοιπόν, το 14αρι. Βλέποντας πως τα οικονομικά μου δεν είναι στα καλύτερα τους, δεν κόβω εισιτήριο και την αράζω στη γαλαρία. ”Μα είναι δυνατόν τέτοια μέρα να ανέβει ελεγκτής”; Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την σκέψη μου και στην επόμενη στάση ανεβαίνουν δύο τύποι. Μα φυσικά και ήταν ελεγκτές! Καθώς κοιτούσαν τα εισιτήρια και εγώ καταριόμουνα την τύχη μου καλοκαιριάτικα ,προσπαθούσα σαν άλλος Μαγκάιβερ να βρω τρόπους διαφυγής. Τότε ξαφνικά μια κοπέλα που καθόταν δίπλα μου, αντιλαμβανόμενη την κατάστασή μου, βγάζει και μου δίνει ένα εισιτήριο. Με γρήγορες κινήσεις φτάνω στο μηχάνημα και το ”χτυπάω” μπροστά στα έκπληκτα μάτια του ελεγκτή. Τον ακούω να μουρμουρίζει. Βάζω τα ακουστικά μου και δυναμώνω την ένταση. Next Stop…Έφτασα! Κλείνω το μάτι στην κοπέλα και κατεβαίνω από το λεωφορείο.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΡΟΥΦΙΑΝΙΑΣ
Άλλη μια βαρετή διαδρομή μέσα στο λεωφορείο. Καθώς αργώ να φτάσω στον προορισμό μου αρχίζω να παρατηρώ τους γύρω μου. Το μάτι μου πέφτει σε μια κυρία, λίγες θέσεις πιο μπροστά από μένα. Γύρω στα 60, ξανθό μαλλί ”λάχανο”, περιποιημένη στην τρίχα. Λες και μερικές φορές η κακή εντύπωση που μπορεί να σου δημιουργήσει κάποιος με μια ματιά, δεν είναι τυχαία. Σε μία στάση λοιπόν κοντά στον Βαρδάρη ανεβαίνει στο λεωφορείο ένας μικροπωλητής ζωσμένος με δεκάδες μπιχλιμπίδια. Τακτοποιεί κάπως τα πράγματά του και κάθεται σε μια θέση. Βλέποντάς τον η κυρία πως δεν έχει κόψει εισιτήριο γουρλώνει τα μάτια και αρχίζει να φωνάζει. ”Ορίστε μαύροι, κίτρινοι όλοι εδώ μαζεύτηκαν και ζούνε σαν παράσιτα. Δεν φτάνει που μετακινείται τζάμπα μας παίρνει και τις θέσεις!” (είπε ενώ στρογγυλοκάθονταν). Καθώς το ντελίριο ρατσισμού συνεχίζονταν και το αίμα στο κεφάλι μου ολοένα και ανέβαινε, μπαίνει στο λεωφορείο ελεγκτής. ”Εδώ κύριε ελεγκτά, αυτός δεν έχει εισιτήριο.”(δείχνοντας σαν καλός ρουφιάνος τον μικροπωλητή).”Τον είδα! Άντε, κόψτε του ένα πρόστιμο να τελειώνουμε από δαύτους”. Εκείνη τη στιγμή ο μικροπωλητής ατάραχος βγάζει από την τσέπη του μια κάρτα απεριορίστων διαδρομών και την επιδεικνύει. Κάθε φορά που σκέφτομαι το έκπληκτο βλέμμα και την ντροπή της εν λόγω κυρίας ένα περίεργο χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπό μου…γιατί την ρουφιανιά πολύ αγάπησαν αλλά τον ρουφιάνο κανείς!