Ιστορικά: Οι άλλοι νεκροί του πολυτεχνείου

Εδώ και 37 χρόνια, κάθε 17 Νοέμβρη, αποτελεί μια ημέρα αμφιλεγόμενη ως προς το περιεχόμενο και το νόημα του τι ακριβώς «γιορτάζεται». Γεγονός αποτελεί η επισημοποίηση αυτή της ημέρας και η θεσμική της αναγνώριση, μέσα από την κατάθεση στεφανιών από όλες τις πολιτικές δυνάμεις, τις δηλώσεις περί επικράτησης της «δημοκρατίας» καθώς και τις σχολικές γιορτές. Έπειτα ξεκινούν οι αναλύσεις και οι τηλεοπτικές φανφάρες συμμετεχόντων στα εξεγερτικά γεγονότα και στην κατάληψη του πολυτεχνείο, όπου παλιοί αγωνιστές νυν καρεκλοκένταυροι της εξουσίας διατρανώνουν την ξεφτίλα τους. Καμία άλλη κοινωνική εξέγερση δεν χρησιμοποιήθηκε τόσο στυγνά για την εγκαθίδρυση της «κοινωνικής ειρήνης» και της συναίνεσης στην κρατικοποίηση και ενσωμάτωση των κοινωνικών ριζοσπαστικών διεκδικήσεων. Τέτοιες «γιορτές» διατυμπανίζουν το πάγωμα του κοινωνικού ανταγωνισμού και την έλευση της εθνικής συμφιλίωσης -το τέλος της ιστορίας- είναι όμως πραγματικά έτσι;

Μετά την πτώση της Χούντας οι εργατικοί αγώνες στην Ελλάδα γνωρίσουν μια πρωτόγνωρη άνθιση. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται το εργοστασιακό προλεταριάτο, με σκληρές, ανυποχώρητες απεργίες (Ιζόλα, AEGE, ΙΤΤ, Λάρκο, Εσκιμό, Πίτσος, Μαντούδι, Ναυπηγεία και δεκάδες άλλες). Σταδιακά, το απεργιακό κύμα αγκαλιάζει σχεδόν κάθε κλάδο εργαζομένων. Τα αιτήματα ξεκινάν από τα άθλια μεροκάματα, τις συνθήκες εργασίας, την ανεργία, την ελευθερία του συνδικαλισμού και καταλήγουν συχνά σε πολιτικές απεργίες. Πολλές φορές οι απεργοί καταφέρνουν να επιβάλλουν τα αιτήματά τους ή ένα μεγάλο μέρος τους, μετά από σκληρό αγώνα. Το καλύτερο παράδειγμα είναι η θρυλική απεργία των μεταλλωρύχων στη ΜΑΔΕΜ ΛΑΚΚΟ, που οι απεργοί άντεξαν τις συγκρούσεις, τις συλλήψεις, τις καταδίκες, την αστυνομική τρομοκρατία επί 2 χρόνια και 3 μήνες(!) μέχρι που ανάγκασαν τον Μποδοσάκη να λυγίσει. Παράλληλα στις διαδηλώσεις, παρά την εσωτερική καταστολή του ΚΚΕ, εκφράζονται έντονες συγκρούσεις.

Μόλις το Μάη του ‘76 η κυβέρνηση Καραμανλή ψηφίζει τον αντεργατικό νόμο 330, με στόχο ακριβώς να εμποδίσει το ξέσπασμα των απεργιών. Για απάντηση έρχεται η πρώτη πανεργατική απεργία στην Ελλάδα μετά από δεκαετίες. Η διαδήλωση, με πρωτοπορία τους οικοδόμους, εξελίσσεται γρήγορα σε σκληρές συγκρούσεις με την αστυνομία, με ένα νεκρό. Παρά τον αισχρό ρόλο των ρεφορμιστών που κατήγγειλαν τα επεισόδια σαν “προβοκάτσια για την ανατροπή της δημοκρατίας”, ο σπόρος των μαχητικών κινητοποιήσεων είχε πέσει. Από κει και μετά, είναι εκατοντάδες οι εργατικές κινητοποιήσεις που θα συγκρούονται με τις δυνάμεις καταστολής. Οι συλλήψεις απεργών είναι το άλλο όπλο της κυβέρνησης. Ειδικά μετά το 77 καταφεύγει όλο και συχνότερα σε συλλήψεις απεργών με τις πιο απίθανες κατηγορίες. Σειρά έχουν τα δικαστήρια που μοιράζουν εξοντωτικές ποινές φυλάκισης. Σε κάθε σημαντικό αγώνα, οι πιο πρωτοπόροι αγωνιστές συνήθως βρίσκονται στη φυλακή.

Παράλληλα με την καταστολή των εργατικών αγώνων η κυβέρνηση προχωρά σε επίθεση στην πολιτική πρωτοπορία του κινήματος, στην άκρα αριστερά και τις οργανώσεις της Είναι η περίφημη θεωρία του “αριστεροχουντισμού”. Σύμφωνα με αυτή, “ύποπτα στοιχεία” από την άκρα αριστερά και τους νοσταλγούς της χούντας συνεργάζονται άμεσα ή έμμεσα για να εκτρέψουν την δημοκρατικοποίηση της πολιτικής ζωής. Με τη θεωρία του “αριστεροχουντισμού”, η κυβέρνηση του Καραμανλή δήλωνε την πρόθεσή της να χτίσει τη “δημοκρατία της μεταπολίτευσης” τσακίζοντας τα δύο “άκρα”. Στην πραγματικότητα, βέβαια, απευθυνόταν αποκλειστικά στην αριστερά, αφού η άκρα δεξιά στελέχωνε την κρατική μηχανή. Κορύφωση αυτής της τακτικής ήταν η επέμβαση με όπλα στα μπλοκ της άκρας αριστεράς και των ανρχοαυτόνομων, στο Πολυτεχνείο το ’80 και η δολοφονία του Κουμή και της Κανελοπούλου.


Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1980

Επτά χρόνια μετά την εξέγερση του Νοέμβρη, το 1980 οι εορταστικές εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου κορυφώθηκαν στις 16 Νοέμβρη, ημέρα Κυριακή με την καθιερωμένη πορεία. Η κυβέρνηση Ράλλη είχε απαγορέψει τη χρονιά εκείνη στην πορεία να κατευθυνθεί προς την Αμερικάνικη πρεσβεία και σύμφωνα με την απαγόρευση οι διαδηλωτές επιτρέπονταν να φτάσουν μόνο ως το Σύνταγμα και εκεί να διαλυθούν. Η πλειοψηφία της ΕΦΕΕ (Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδος) πειθάρχησε παρά τους λεονταρισμούς των προηγουμένων ημερών, αλλά κάμποσες χιλιάδες διαδηλωτών αποφάσισαν να ακολουθήσουν την αριστερή μειοψηφία της ΕΦΕΕ (ΠΠΣΠ, ΑΑΣΠΕ, ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος-Β’ Πανελλαδική κ.α.) επιχειρώντας να συνεχίσουν προς την αμερικανική πρεσβεία.

Την ημέρα της πορείας συγκεντρώθηκαν στα Χαυτεία οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς με το σύνθημα ”Όλοι πορεία στην πρεσβεία ενάντια στην ΕΦΕΕ και την αστυνομία” και πίσω τους αναρχικοί, αντιεξουσιαστές, αυτόνομοι και πλήθος νεολαίων. Στη συνέχεια, κι ενώ η πορεία της ΕΦΕΕ, πειθαρχώντας στην κυβερνητική εντολή, όταν έφθασε στην πλ. Συντάγματος συνέχισε στην οδό Πανεπιστημίου, τα μπλοκ των αριστεριστών και των αναρχικών, περίπου 20.000 άνθρωποι, έστριψαν και προχώρησαν στη Βασ. Σοφίας όπου ήταν παραταγμένες μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις με θωρακισμένα τροχοφόρα (αύρες). Οι συγκρούσεις που ξεκίνησαν με την επίθεση της αστυνομίας ήταν σκληρές και εξαπλώθηκαν στην πλ. Συντάγματος, την Πανεπιστημίου, τη Σταδίου, την Πατησίων και τους παρακείμενους δρόμους. Δυο διαδηλωτές, ο Ιάκωβος Κουμής και η Σταματίνα Κανελοπούλου, που έπεσαν στα χέρια των ΜΑΤ ξυλοκοπούνται μέχρι θανάτου ενώ δεκάδες άλλοι τραυματίζονται.

Oι εξεγερμένοι διαδηλωτές στήνουν οδοφράγματα για να αντισταθούν στις αύρες και τα ΜΑΤ, και χτυπούν τράπεζες, εμπορικά καταστήματα και δημόσια κτίρια. Αρκετοί καταφεύγουν μέσα στο πολυτεχνείο και το καταλαμβάνουν. Ασφαλίτες από τους γύρω δρόμους πυροβολούν αδιακρίτως μέσα στο πολυτεχνείο, τραυματίζοντας σοβαρά με σφαίρες δυο ακόμα διαδηλωτές.

Μέσα στο πολυτεχνείο γίνεται συνέλευση διαρκείας και καλείται συγκέντρωση, αλλά το πρωί, και ενώ αρκετός κόσμος είχε αποχωρήσει κουρασμένος, το ίδρυμα ανακαταλαμβάνεται από τα ΚΝΑΤ που το εκκενώνουν. Την επομένη μέρα γίνεται διαδήλωση 2.000 ατόμων με συνθήματα όπως “ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΚΑΙ Ο ΤΥΠΟΣ ΤΟ ΒΟΥΛΩΝΕΙ”. Στο κέντρο της Αθήνας δεν υπάρχουν καθόλου ΜΑΤ, παρά μόνο τα ΚΝΑΤ (ΚΝΕ και ΕΣΑΚ) -με τα οποία έγιναν κάποια επεισόδια- καθώς υπήρχε ο φόβος ότι αν ο κόσμος αντίκριζε τα ΜΑΤ θα ξεκινούσαν και θα επαναλαμβάνονταν συγκρούσεις όπως της προηγούμενης μέρας. Το γεγονός είναι ότι τον κατασταλτικό ρόλο που δεν μπορούσε να παίξει η αστυνομία τον έπαιζαν απροκάλυπτα οι ομάδες κρούσης του ΚΚΕ, ενώ οι δηλώσεις του Α. Παπανδρέου την ίδια μέρα αναφέρονταν μόνο στους βανδαλισμούς των διαδηλωτών ζητώντας την παραδειγματική τιμωρία όσων ευθύνονταν γι’ αυτούς.

Την ευθύνη για τα αιματηρά γεγονότα ο πολιτικός κόσμος αποφάσισε να τη ρίξει στους διαδηλωτές. Στις 10 το βράδυ της ημέρας των επεισοδίων ο Ανδρέας Παπανδρέου δηλώνει ότι «μικρές ομάδες ανεύθυνων στοιχείων και προβοκατόρων άγνωστης και ύποπτης προέλευσης δημιούργησαν θλιβερά έκτροπα με προφανή σκοπό να αμαυρώσουν και να δυσφημήσουν τη μεγάλη λαϊκή επέτειο του Πολυτεχνείου». Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση περιορίστηκε να εκφράσει την οργή της για τις «οργανωμένες ομάδες αναρχικών και εξτρεμιστικών στοιχείων» που «αμαύρωσαν τη μεγάλη λαϊκή επέτειο και προκάλεσαν βάναυσα τα δημοκρατικά και ειρηνικά αισθήματα του συνόλου του ελληνικού λαού». Σε ό,τι αφορά τη δολοφονία της Κανελλοπούλου και του Κουμή, η κυβέρνηση περιορίσθηκε να δηλώσει ότι «θα διαταχθούν διοικητικές ανακρίσεις», οι οποίες φυσικά δεν κατέληξαν πουθενά, ως είθισται. Οι δράστες των δύο θανάτων έμειναν ατιμώρητοι καθώς όσοι από τους αστυνομικούς κατηγορήθηκαν για τα επεισόδια της 16ης Νοέμβρη του 1980, αθωώθηκαν 7 χρόνια αργότερα.


Το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» του ΠΑΣΟΚ, η καταστολή της νεολαίας και η δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά.

Παρά την ένταση της καταστολής και της βίας από την μεριά του κράτους, οι κοινωνικές κινητοποιήσεις συνεχίζονταν. Για να κατασταλεί το κίνημα, για να εγκατασταθεί μια “ομαλή” αστική δημοκρατία που δεν θα κινδυνεύει από τον ταξικό ανταγωνισμό, χρειάζονταν επιπλέον δύο πράγματα: α) ο συστηματικός αφοπλισμός και πειθάρχηση του κινήματος από τα μέσα, και β) η σταδιακή ενσωμάτωση τμημάτων του κινήματος στους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Την πρώτη δουλεία την ανέλαβε το ΚΚΕ που ακόμα είχε την αίγλη του εκφραστή της εργατικής τάξης, ενώ την δεύτερη την ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ μέσα από την εισχώρηση του στο συνδικαλισμό και την χρησιμοποίηση του αριστερίστικου λόγου ως μέσο έλξης των ριζοσπαστών εργατών. Δεν είναι τυχαίο πως μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του ’81 πολλές αριστερές ριζοσπαστικές οργανώσεις διαλύθηκαν ώστε να ενσωματωθούν στον κομματικό του μηχανισμό. Ο δρόμος λοιπόν της αντι-συναίνεσης μένει στα χέρια ριζοσπαστικών μειοψηφιών κυρίως από τον αναρχικό, αυτόνομο και αντιεξουσιαστικό χώρο καθώς και κάποιες ακροαριστερές φοιτητικές οργανώσεις. Πολιτικές ομάδες που έχουν έρεισμα κυρίως στην νεολαία και που η πολιτική τους δράση ξεφεύγει από τα καθιερωμένα εργατίστικα συνδικαλιστικά ζητήματα, αγγίζοντας νέα όπως οι εναλλακτικές μορφές ζωής, οι καταλήψεις, τα κοινωνικοπολιτικά στέκια, οι δημόσιοι χώροι και φυσικά η αντίσταση στην κρατική βία ως μέσο πειθάρχησης της νεολαίας.

Το 1985 ήταν μια χρονιά σταθμός καθώς τελειώνει οριστικά το “λαϊκό” παραμύθι του ΠΑΣΟΚ και, ταυτόχρονα με την επίθεση της άρχουσας τάξης στην κοινωνία και την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων εξαιτίας των δυσβάστακτων για τη νεολαία και τους εργαζόμενους οικονομικών μέτρων, αυξάνει κατακόρυφα και η καταστολή.

Τα Εξάρχεια ήδη από την πτώση της χούντας, αποτελούν ένα πόλο διαρκούς ριζοσπα-στικοποίησης και έλξης των «ατίθασων» νεολαίων. Εγχειρήματα όλων των ειδών, πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, εκδοτικά δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια διαρκή αμφισβήτηση και μετατρέπουν όλο και συχνότερα την περιοχή σε σημείο διαρκούς αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις καταστολής. Το 1985 η κυβέρνηση του Παπανδρέου επιχείρησε με τη βία να βάλει τέλος σε αυτή τη συνθήκη, συνάντησε όμως δυναμικές απαντήσεις (κατάληψη Χημείου Μάης’85). Αποκορύφωμα των παραπάνω αποτελεί η δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά, κατά την διάρκεια συγκρούσεων στις 17 Νοέμβρη στα Εξάρχεια, από τον μπάτσο των ΜΑΤ Αθανάσιο Μελίστα, ο οποίος τον πυροβόλησε από πίσω στο κεφάλι.

Η αντίδραση ήταν άμεση. Καταλαμβάνεται το Χημείο και οι οργισμένοι καταληψίες αποφασίζουν να το κρατήσουν με κάθε τρόπο, καταγγέλλοντας τη δολοφονία του Μ. Καλτεζά, αλλά και την ευρύτερη καταστολή του “σοσιαλιστικού” ΠΑΣΟΚ. Την επόμενη μέρα, και αφού όλο το προηγούμενο βράδυ έχουν πραγματοποιηθεί άγριες οδομαχίες με τα ΜΑΤ, φασίστες και πρασινοφρουρούς, με μια συντονισμένη επιχείρηση των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας (ΔΕΑ), ένοπλοι μπάτσοι εισβάλλουν με σκάλες στο κατειλημμένο κτίριο. Τριάντα εφτά από τους καταληψίες, αφού κακοποιούνται βάναυσα, συλλαμβάνονται, ενώ το Χημείο φλέγεται. Η άρση του άσυλου έγινε από τον τότε πρύτανη Μ. Σταθόπουλο, υπουργό αργότερα του ΠΑΣΟΚ και εισηγητή του τρομονόμου. Την ίδια μέρα πολύς κόσμος, ανάμεσά τους πολλοί αναρχικοί – αντιεξουσιαστές, συγκεντρώνεται στο πολυ-τεχνείο και κλείνει την οδό Στουρνάρη, στο σημείο που το προηγούμενο βράδυ έγινε η δολοφονία, έπειτα πραγματοποιεί πορεία η οποία εξελίσσεται σε μαζικές συγκρούσεις με την αστυνομία.

Ο Μελίστας καταδικάστηκε πρωτόδικα σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση με αναστολή και σε δεύτερο βαθμό αθωώθηκε στις 25/1/1990 από το Εφετείο, με δικηγόρο τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο καθώς του αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό το ότι ήταν «εν βρασμώ ψυχής». Η αθώωσή του προκάλεσε νέα σοβαρά επεισόδια με κατάληψη του Πολυτεχνείου.